- ντάραμ
- οζωολ. είδος βοδιού αγγλικής προέλευσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. durham «είδος βοδιού» < Durham, περιοχή στην Αγγλία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μακ Ντάγκαλ, Γουίλιαμ — (William MacDougall, Λάνκασαϊρ 1871 – Ντάραμ, Βόρεια Καρολίνα 1938). Αμερικανός ψυχολόγος, αγγλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική και ανθρωπολογία στο Κέιμπριτζ και στο Λονδίνο, και έπειτα από ένα ταξίδι στη νήσο Βόρνεο άρχισε έρευνες στο πεδίο της … Dictionary of Greek
Νιούκαστλ — (Newcastle upon Tyne ή Newcastle on Tyne). Πόλη (185.700 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας στη βορειοανατολική Αγγλία, πρωτεύουσα της κομητείας Νορθάμπερλαντ. Βρίσκεται στον ποταμό Τάιν, που είναι πλωτός έως τις εκβολές του, επί 12 χλμ., και σε … Dictionary of Greek
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
αργυραδάμας ή φθορίτις — Ορυκτό του φθορίου (CaF2) που κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, συχνότερα στην εξαεδρική, σπανιότερα στην οκταεδρική και ρομβοδωδεκαεδρική ολοεδρία. Βρίσκεται τόσο σε συμπαγείς μάζες όσο και σε ωραίους κρυστάλλους εξαεδρικής ή οκταεδρικής μορφής … Dictionary of Greek
εβαπορίτης — Ιζηματογενές πέτρωμα, μη κλαστικό, του οποίου τα συστατικά έχουν καταβυθιστεί κατά την εξάτμιση ενός υδατικού διαλύματος. Οι πιο συνηθισμένοι ε. είναι το αλάτι (αποτελείται από το ορυκτό αλίτη, NaCl), ο γύψος (αποτελείται από το ορυκτό θειικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Καρολίνα, Βόρεια — (Νorth Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (136.413 τ. χλμ., 8.186.268 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα τη Ράλι (Raleigh, 276.093 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με την πολιτεία Βιρτζίνια, στα Ν με τη Νότια Καρολίνα και τη Γεωργία (Τζόρτζια) και Α… … Dictionary of Greek
Κάσελς, Τζον Γουίλιαμ Σκοτ — (John William Scott Cassels, Ντάραμ 1922 –). Άγγλος μαθηματικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το 1943 και έπειτα από έξι χρόνια έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ και το 1950 έγινε λέκτορας στα… … Dictionary of Greek
Λίντελ, Χένρι Τζορτζ — (Henry George Liddell, Ντάραμ 1811 – Άσκοτ 1898). Άγγλος λεξικογράφος και παιδαγωγός. Διετέλεσε δάσκαλος και διευθυντής της σχολής του Γουέστμινστερ (1846 55) και αργότερα (1855 91) κοσμήτορας του κολεγίου Christ Church στο πανεπιστήμιο της… … Dictionary of Greek